ανάβλημα

ανάβλημα
το выбрасываемое во время извержения (лава, камни и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανάβλημα" в других словарях:

  • ανάβλημα — το [αναβάλλω] 1. βλήμα που εκτοξεύεται από κάτω προς τα επάνω …   Dictionary of Greek

  • αναβάλλω — (Α ἀναβάλλω) 1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν τό εκτελώ αμέσως, τό αφήνω για αργότερα 2. παθ. ορίζομαι για αργότερα νεοελλ. 1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω 2. μιλώ δυσφημιστικά για… …   Dictionary of Greek

  • τέφρα — η, ΝΜΑ, και ιων. και επικ. τ. τέφρη Α το στερεό υπόλειμμα που απομένει μετά την καύση ορισμένων σωμάτων, στάχτη (α. «η τέφρα τού ξύλου» β. «ἐκκρίνασα τὴν οἷον τέφραν τῶν ὑπεροπτηθέντων χυμῶν», Γαλ.) νεοελλ. 1. το υπόλειμμα από ανόργανες ύλες το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»